- θεραπόντιον
- θερᾰπ-όντιον, τό, Dim. of θεράπων, D.L.4.59.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεραπόντιον — θεραπόντιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού θεράπων) νεαρός ή μικρός δούλος … Dictionary of Greek
θεραπόντιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπόντια — θεραπόντιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek